πεντάωρος

πεντάωρος
-η, -ο
1. αυτός που διαρκεί πέντε ώρες: Πεντάωρο ταξίδι.
2. το ουδ. ως ουσ., πεντάωρο, το χρονικό διάστημα πέντε ωρών: Η Α' τάξη έχει πεντάωρο σήμερα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεντάωρος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί πέντε ώρες ή αυτός που έχει καθοριστεί να διαρκέσει πέντε ώρες 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάωρο χρονικό διάστημα πέντε ωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ωρος (< ώρα), πρβλ. εξά ωρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”