- πεντάωρος
- -η, -ο1. αυτός που διαρκεί πέντε ώρες: Πεντάωρο ταξίδι.2. το ουδ. ως ουσ., πεντάωρο, το χρονικό διάστημα πέντε ωρών: Η Α' τάξη έχει πεντάωρο σήμερα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.